
Κάτοικε του ονείρου
μαζεύω τη φωνή μου απο κάθε άκρη
και το υπόλειμμά της αυτό στη σινδόνη των δέντρων
κ’ εκείνο κει ψηλά στο σκουριασμένο βράχο
όπου οργίζεται ο γερο-κόρακας
συγκεντρώνομαι
για τη μεγάλη αποκάλυψη
ρίχνω στον άνεμο μακρόσυρτη αγάπη:
Την θέλω εγώ την απελπισία μου
δεν την ανταλλάσσω με θαλπωρή άλλη
έχασα.
Μα χάνουν και τ’ άνθη
τ’ άνθη ανοίγουν το μοναδικό παράθυρο…
Κάλλιο να πλανηθεί ο χαρταετός μου
δε θέλω πια ν’ αγγίξω τα χρώματά του
κλείνω τα μάτια μου για να δώ.
Είναι η φωνή που με διασχίζει
κι άλλοτε που χτυπά στον άκμονα
χίλιες φορές.
Είναι η φωνή απο ένα βάθος:
Για πάντα να μην έχεις
τίποτα για τ’ αληθινά χέρια
μονάχος
ανήμπορος εκστατικός
σ’ αυτή την άξαφνη γιορτή του δευτερολέπτου
που παραδίδεται ο κόσμος.